Ο παλιός σιδηροδρομικός σταθμός του Δασκαλειού, κοντά στις φρεατοειδείς καμίνους της Δάρδεζας, αποτελεί ένα από τα πιο χαρακτηριστικά κατάλοιπα της βιομηχανικής κληρονομιάς της Λαυρεωτικής. Ανήκε στη γραμμή Αθηνών - Λαυρίου, έργο της Εταιρείας Σιδηροδρόμων Αττικής. Ο σταθμός κατασκευάστηκε περί το 1884 και εντάχθηκε στην κυκλοφορία με την έναρξη λειτουργίας του τμήματος Κερατέας - Λαυρίου την ίδια χρονιά, ως μέρος της ευρύτερης επέκτασης της γραμμής από το Θησείο προς το Λαύριο.
Το κτίριο του σταθμού είναι ένα πέτρινο μονώροφο κτίσμα, τυπικό παράδειγμα της λιτής βιομηχανικής αρχιτεκτονικής του 19ου αιώνα. Ξεχωρίζει για την απλότητα των γραμμών του, την αρμονική συμμετρία και την προσαρμογή στο φυσικό περιβάλλον. Τα αρχιτεκτονικά και μορφολογικά του στοιχεία προσδίδουν στο κτίριο καλλιτεχνικό χαρακτήρα, χαρακτηριστικό των τεχνικών έργων της εποχής με κοινωνικό και τεχνολογικό αποτύπωμα.
Με την υπουργική απόφαση ΥΠΠΟ/ΔΙΛΑΠ/Γ/286/4645/08‑01‑1996, που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 85/Β/12‑02‑1996, το κτίριο του σταθμού Δασκαλειού χαρακτηρίστηκε ως “ιστορικό διατηρητέο μνημείο και έργο τέχνης”. Η απόφαση αναγνωρίζει την αρχιτεκτονική και ιστορική του αξία και συνοδεύεται από ορισμό ζώνης προστασίας 15 μέτρων γύρω από το κτίριο.
Η ίδια απόφαση περιλαμβάνει και άλλους σταθμούς της γραμμής Αττικής, όπως της Κάντζας και του Μαρκοπούλου, επιβεβαιώνοντας τη συλλογική σημασία του σιδηροδρομικού δικτύου στην ανάπτυξη της Ανατολικής Αττικής.
Ο σταθμός του Δασκαλειού εντάσσεται σε ένα συνολικό βιομηχανικό τοπίο που περιλάμβανε τις καμίνους της Δάρδεζας, μεταλλεία, εγκαταστάσεις διαλογής, οικισμούς εργατών και δίκτυα μεταφοράς. Η λειτουργία του συνέβαλε στην οικονομική και τεχνική ενοποίηση της Λαυρεωτικής με την πρωτεύουσα.
Παρότι έχει κηρυχθεί διατηρητέο, το κτίριο του σταθμού παραμένει εγκαταλελειμμένο, χωρίς ενεργή συντήρηση. Ωστόσο, διατηρεί την αυθεντικότητά του και στέκει ως σιωπηλή μαρτυρία μιας εποχής βιομηχανικής προόδου και τοπικής ανάπτυξης, αποτελώντας ζωντανό στοιχείο της συλλογικής μνήμης.
Το κτίριο του σταθμού είναι ένα πέτρινο μονώροφο κτίσμα, τυπικό παράδειγμα της λιτής βιομηχανικής αρχιτεκτονικής του 19ου αιώνα. Ξεχωρίζει για την απλότητα των γραμμών του, την αρμονική συμμετρία και την προσαρμογή στο φυσικό περιβάλλον. Τα αρχιτεκτονικά και μορφολογικά του στοιχεία προσδίδουν στο κτίριο καλλιτεχνικό χαρακτήρα, χαρακτηριστικό των τεχνικών έργων της εποχής με κοινωνικό και τεχνολογικό αποτύπωμα.
Με την υπουργική απόφαση ΥΠΠΟ/ΔΙΛΑΠ/Γ/286/4645/08‑01‑1996, που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 85/Β/12‑02‑1996, το κτίριο του σταθμού Δασκαλειού χαρακτηρίστηκε ως “ιστορικό διατηρητέο μνημείο και έργο τέχνης”. Η απόφαση αναγνωρίζει την αρχιτεκτονική και ιστορική του αξία και συνοδεύεται από ορισμό ζώνης προστασίας 15 μέτρων γύρω από το κτίριο.
Η ίδια απόφαση περιλαμβάνει και άλλους σταθμούς της γραμμής Αττικής, όπως της Κάντζας και του Μαρκοπούλου, επιβεβαιώνοντας τη συλλογική σημασία του σιδηροδρομικού δικτύου στην ανάπτυξη της Ανατολικής Αττικής.
Ο σταθμός του Δασκαλειού εντάσσεται σε ένα συνολικό βιομηχανικό τοπίο που περιλάμβανε τις καμίνους της Δάρδεζας, μεταλλεία, εγκαταστάσεις διαλογής, οικισμούς εργατών και δίκτυα μεταφοράς. Η λειτουργία του συνέβαλε στην οικονομική και τεχνική ενοποίηση της Λαυρεωτικής με την πρωτεύουσα.
Παρότι έχει κηρυχθεί διατηρητέο, το κτίριο του σταθμού παραμένει εγκαταλελειμμένο, χωρίς ενεργή συντήρηση. Ωστόσο, διατηρεί την αυθεντικότητά του και στέκει ως σιωπηλή μαρτυρία μιας εποχής βιομηχανικής προόδου και τοπικής ανάπτυξης, αποτελώντας ζωντανό στοιχείο της συλλογικής μνήμης.