Ο Σπερχειός (παλιότερα τον έλεγαν Αλαμάνα) είναι ένα ποτάμι που μοιάζει με άνθρωπο.
Δεν ησυχάζει ποτέ. Κατεβαίνει από τον Τυμφρηστό, τρέχει ανάμεσα στην Οίτη και την Όθρυ και χύνεται τελικά στον Μαλιακό, κουβαλώντας μαζί του μνήμες από μύθους, πολέμους και ζωές ανθρώπων. Λένε πως το όνομά του βγαίνει από το «σπέρχω», αυτόν που κινείται με ορμή, και αν σταθείς μια νύχτα στις όχθες του, ειδικά τον χειμώνα, καταλαβαίνεις καλά γιατί.
Οι παλιοί τον έβλεπαν σαν θεό, όχι σαν απλό νερό που κυλά. Στα παραμύθια των γιαγιάδων της Φθιώτιδας, ο Σπερχειός μιλούσε στα παιδιά μέσα από το βουητό του, και τους υποσχόταν πως, αν τον σέβονταν, δεν θα τους πάρει ποτέ τα χωράφια την άνοιξη. Οι αρχαίοι, πιο επίσημοι, έλεγαν πως είναι παιδί του Ωκεανού και της Τηθύος, και πως στα νερά του προσεύχονταν ακόμη κι ο Αχιλλέας, τάζοντας τα μαλλιά του και πλούσιες θυσίες.
Στην πλατιά κοιλάδα που ανοίγει ανάμεσα Οίτη και Όθρυ, έστησαν κάποτε τις ζωές τους οι Αινιάνες, ένας λαός που έμαθε να ζει με τις πλημμύρες και τα γόνιμα χώματα του ποταμού. Τα χωριά φύτρωναν σαν λεύκες στις όχθες, και κάθε χειμώνα οι άνθρωποι κοίταζαν τον ουρανό, μετά τα βουνά, κι ύστερα το ποτάμι, προσπαθώντας να μαντέψουν αν η χρονιά θα είναι καλή ή αν το νερό θα σηκωθεί κι άλλο. Ο Σπερχειός, όμως, δεν χάριζε πολλά. Άλλες χρονιές έφερνε πλούτο στα χωράφια, άλλες έπαιρνε σπίτια, σαν να θύμωνε που τον έδεναν με αναχώματα και πέτρες.
Στις όχθες του Σπερχειού πέρασαν στρατοί που δεν άφησαν το ίχνος τους μόνο στο χώμα, αλλά και στη μνήμη του τόπου. Κοντά του στάθηκαν οι Έλληνες στις Θερμοπύλες απέναντι στους Πέρσες, πολύ πιο μετά ο Νικηφόρος Ουρανός πέρασε το πλημμυρισμένο ποτάμι για να χτυπήσει τους Βουλγάρους, και στους νεότερους καιρούς, στη γέφυρα που οι άνθρωποι έμαθαν να λένε Αλαμάνα, πιάστηκε αιχμάλωτος ο Αθανάσιος Διάκος. Στον ίδιο κόσμο, λίγο παρακάτω, η νύχτα του Γοργοποτάμου άναψε για λίγο σαν φλόγα ελπίδας, όταν ανατινάχτηκε η γέφυρα και το βουητό του ποταμού μπλέχτηκε με τις εκρήξεις και τις φωνές της Αντίστασης.
Αν σταθεί κάποιος μια χειμωνιάτικη μέρα σε μια παλιά γέφυρα του Σπερχειού, θα δει το νερό θολό, βαρύ, να κουβαλά κλαδιά, φύλλα και χώμα, αλλά κι έναν αόρατο φόρτο από μύθους και μαρτυρίες. Πίσω του σηκώνονται τα βουνά της Ρούμελης, μπροστά ο κάμπος της Φθιώτιδας, και ανάμεσα τους μόνο η φωνή του ποταμού που θυμίζει ότι όλα περνούν, όπως το νερό κάτω από τη γέφυρα. Κι όμως κάτι μένει. Το όνομα, η μνήμη και η αίσθηση πως αυτό το ποτάμι είναι περισσότερο ζωντανό απ’ όσο αφήνει να φανεί στην πρώτη ματιά.
Οι παλιοί τον έβλεπαν σαν θεό, όχι σαν απλό νερό που κυλά. Στα παραμύθια των γιαγιάδων της Φθιώτιδας, ο Σπερχειός μιλούσε στα παιδιά μέσα από το βουητό του, και τους υποσχόταν πως, αν τον σέβονταν, δεν θα τους πάρει ποτέ τα χωράφια την άνοιξη. Οι αρχαίοι, πιο επίσημοι, έλεγαν πως είναι παιδί του Ωκεανού και της Τηθύος, και πως στα νερά του προσεύχονταν ακόμη κι ο Αχιλλέας, τάζοντας τα μαλλιά του και πλούσιες θυσίες.
Στην πλατιά κοιλάδα που ανοίγει ανάμεσα Οίτη και Όθρυ, έστησαν κάποτε τις ζωές τους οι Αινιάνες, ένας λαός που έμαθε να ζει με τις πλημμύρες και τα γόνιμα χώματα του ποταμού. Τα χωριά φύτρωναν σαν λεύκες στις όχθες, και κάθε χειμώνα οι άνθρωποι κοίταζαν τον ουρανό, μετά τα βουνά, κι ύστερα το ποτάμι, προσπαθώντας να μαντέψουν αν η χρονιά θα είναι καλή ή αν το νερό θα σηκωθεί κι άλλο. Ο Σπερχειός, όμως, δεν χάριζε πολλά. Άλλες χρονιές έφερνε πλούτο στα χωράφια, άλλες έπαιρνε σπίτια, σαν να θύμωνε που τον έδεναν με αναχώματα και πέτρες.
Στις όχθες του Σπερχειού πέρασαν στρατοί που δεν άφησαν το ίχνος τους μόνο στο χώμα, αλλά και στη μνήμη του τόπου. Κοντά του στάθηκαν οι Έλληνες στις Θερμοπύλες απέναντι στους Πέρσες, πολύ πιο μετά ο Νικηφόρος Ουρανός πέρασε το πλημμυρισμένο ποτάμι για να χτυπήσει τους Βουλγάρους, και στους νεότερους καιρούς, στη γέφυρα που οι άνθρωποι έμαθαν να λένε Αλαμάνα, πιάστηκε αιχμάλωτος ο Αθανάσιος Διάκος. Στον ίδιο κόσμο, λίγο παρακάτω, η νύχτα του Γοργοποτάμου άναψε για λίγο σαν φλόγα ελπίδας, όταν ανατινάχτηκε η γέφυρα και το βουητό του ποταμού μπλέχτηκε με τις εκρήξεις και τις φωνές της Αντίστασης.
Καθώς κυλά αιώνες τώρα, ο Σπερχειός δεν διαμορφώνει μόνο χωράφια αλλά και την ίδια τη θάλασσα. Σκάβει τα βουνά, παίρνει μαζί του πέτρες, άμμο και χώμα, και κάθε χρόνο προχωρά λίγα μέτρα πιο μέσα στον Μαλιακό, τόσο που οι επιστήμονες λένε πως, αν συνεχίσει έτσι, κάποτε ο κόλπος θα γεμίσει από τις προσχώσεις του. Στις εκβολές του, εκεί που γλυκό και αλμυρό νερό συναντιούνται, σχηματίζεται ένας κόσμος πρασινάδας και πουλιών, με ερωδιούς, καλαμόκιρκους και δεκάδες άλλα είδη να βρίσκουν καταφύγιο, σαν να διάλεξαν το σημείο όπου το ποτάμι τελειώνει για να ξεκινήσει η δική τους ιστορία.@dimitrios_karras Φθινοπωρινός Σπερχειός #fromabove #dronevideo #drone #automn #river ♬ πρωτότυπος ήχος - Dimitris_Karras
Αν σταθεί κάποιος μια χειμωνιάτικη μέρα σε μια παλιά γέφυρα του Σπερχειού, θα δει το νερό θολό, βαρύ, να κουβαλά κλαδιά, φύλλα και χώμα, αλλά κι έναν αόρατο φόρτο από μύθους και μαρτυρίες. Πίσω του σηκώνονται τα βουνά της Ρούμελης, μπροστά ο κάμπος της Φθιώτιδας, και ανάμεσα τους μόνο η φωνή του ποταμού που θυμίζει ότι όλα περνούν, όπως το νερό κάτω από τη γέφυρα. Κι όμως κάτι μένει. Το όνομα, η μνήμη και η αίσθηση πως αυτό το ποτάμι είναι περισσότερο ζωντανό απ’ όσο αφήνει να φανεί στην πρώτη ματιά.