Ο Μεσαιωνικός Πύργος στις Ροβιές (Βόρεια Εύβοια)

Μεσαιωνικός πύργος που δεσπόζει στο παραθαλάσσιο χωριό, στις Ροβιές Ευβοίας.  
Χτίστηκε από τους Φράγκους αλλά χρησιμοποιήθηκε από Ενετούς, Τούρκους και Έλληνες που έκαναν σημαντικές προσθήκες και αλλαγές στον αρχικό πύργο. 
Ο πύργος πρέπει να κτίστηκε στην αρχή της Φραγκοκρατίας από τον ηγεμόνα του Πριγκιπάτου της Αχαΐας Γουλιέλμο Β΄ Βιλεαρδουίνο μεταξύ 1255-1258. Αρχικά ήταν παρατηρητήριο για προστασία από τους πειρατές. Στη συνέχεια αξιοποιήθηκε από τους Ενετούς και μετέπειτα από τους Τούρκους. 
Η Εύβοια καταλήφθηκε από τους Οθωμανούς το 1470 και οι Ροβιές έγιναν έδρα Δήμου. Ο πύργος έγινε η κατοικία του Τούρκου τσιφλικά.
Το 1832 οι Ροβιές πουλήθηκαν από τον Τούρκο ιδιοκτήτη στον Έλληνα τσιφλικά Απόστολο Δούμα. Ο Δούμας επισκεύασε τον πύργο για να θυμίζει περισσότερο αρχοντικό του 19ου αιώνα και κατασκεύασε τις προεκτάσεις χαμηλότερα από τον κυρίως πύργο. 
Το 1930 ο τότε ιδιοκτήτης Αντώνης Παπαδόπουλος έκανε επίσης σημαντικές αλλαγές με τσιμεντένιες προσθήκες μετά από ένα σεισμό που κατέστρεψε μέρος του πύργου. 
Όλες αυτές οι φροντίδες κατά τη μακραίωνη ιστορία του διέσωσαν τον πύργο, αλλά αλλοίωσαν τη μορφή του σε βαθμό που ελάχιστη σχέση έχει με τον αρχικό φράγκικο πύργο.

Ο χορός με τα κόκκινα (μη πραγματική ιστορία
Στη Βόρεια Εύβοια, όταν ο πύργος των Ροβιών ανήκε ακόμα σε Ενετούς άρχοντες, μια καλοκαιρινή βραδιά του 16ου αιώνα δόθηκε εκεί μεγάλος χορός. Η αυλή φωτίστηκε με φανάρια, οι ελιές στόλισαν τις καμάρες, και ήχοι από λαούτα, φλογέρες και άρπες, κύλησαν σαν αέρας πάνω απ’ το Αιγαίο. Ανάμεσα στους καλεσμένους ξεχώριζε η Ελένη, κόρη πλούσιας οικογένειας, ντυμένη στα κόκκινα. Σαν βασίλισσα στεκόταν ανάμεσα σε όσους τη θαύμαζαν. Κανείς όμως δεν ήξερε πως εκείνη τη νύχτα χτυπούσε η καρδιά της για έναν που δεν είχε πια θέση στον κόσμο της.
Ο Νικόλαος, παιδί του τόπου, χωρίς τίτλους και προίκα, ήταν ο πρώτος της έρωτας. Τους είχαν χωρίσει χρόνια πριν, βίαια. Όμως τώρα βρισκόταν ξανά εκεί, προσκεκλημένος ως μουσικός, με όνομα που πια είχε φτιάξει μόνος του.
Όταν ξεκίνησε ο τελικός χορός της βραδιάς, αυτός «των ασυμφιλίωτων εραστών», τα βλέμματα συναντήθηκαν. Εκείνος της έδωσε το χέρι. Εκείνη, μπροστά σε όλους, το πήρε.
Χόρεψαν αργά, με τα βήματα να μιλούν όσα δεν μπορούσαν τα λόγια. Κανείς δεν τόλμησε να διακόψει. Κι όταν τελείωσε η μουσική, εκείνη έσκυψε και του είπε μονάχα:
«Αν ερχόσουν τότε, θα είχα φύγει.»
Το ξημέρωμα την αναζήτησαν. Μάταια. Ούτε εκείνη, ούτε ο Νικόλαος ξαναφάνηκαν ποτέ. Κάποιοι είπαν πως έφυγαν μαζί. Άλλοι πως πήδηξε απ’ τον πύργο με το κόκκινο της φόρεμα να γίνεται αίμα.
Μα κάθε χρόνο, την ίδια μέρα, λένε πως στην αυλή του πύργου, με φεγγάρι, κάποιος χορεύει μόνος.