Ρεμπέτικο: Ο Ξαρχάκος δεν έγραψε μουσική για μια ταινία. Έγραψε το soundtrack της μνήμης μας.
Μελοποίησε στίχους που έγραψε ο Νίκος Γκάτσος με τρόπο που δεν ήταν απλώς φόρος τιμής στα ρεμπέτικα, αλλά αναβίωσή τους - σαν να γράφτηκαν τότε, μέσα από το αίμα και τον καπνό, τη φτώχεια και την εξορία. Ο Ξαρχάκος δεν «μίμηθηκε» το ρεμπέτικο· το αγκάλιασε, το έντυσε με τη δική του μουσική γλώσσα και το πέρασε μέσα από τα φίλτρα μιας ολόκληρης εποχής που τότε προσπαθούσε να επανασυνδεθεί με τις ρίζες της.
Το 1983 ο ελληνικός κινηματογράφος γνώρισε μια από τις πιο βαθιές του αναδρομές. Η ταινία Ρεμπέτικο, σε σκηνοθεσία Κώστα Φέρρη, δεν ήταν απλώς ένα βιογραφικό δράμα. Ήταν ένα ολόκληρο ταξίδι στη συλλογική μνήμη ενός λαού, μια κατάδυση στα υπόγεια της ψυχής του ελληνικού σύγχρονου πολιτισμού. Κι αν ο Φέρρης υπέγραψε τις εικόνες, ο Σταύρος Ξαρχάκος υπέγραψε τον ήχο της μνήμης.
Μελοποίησε στίχους που έγραψε ο Νίκος Γκάτσος με τρόπο που δεν ήταν απλώς φόρος τιμής στα ρεμπέτικα, αλλά αναβίωσή τους - σαν να γράφτηκαν τότε, μέσα από το αίμα και τον καπνό, τη φτώχεια και την εξορία. Ο Ξαρχάκος δεν «μίμηθηκε» το ρεμπέτικο· το αγκάλιασε, το έντυσε με τη δική του μουσική γλώσσα και το πέρασε μέσα από τα φίλτρα μιας ολόκληρης εποχής που τότε προσπαθούσε να επανασυνδεθεί με τις ρίζες της.
Δεν έντυσε απλώς μια ταινία με μουσική. Έγραψε το κρυφό ημερολόγιο ενός λαού. Έδωσε ήχο στον καημό, στο παράπονο, στην αντίσταση. Και το ρεμπέτικο, μέσα από εκείνον, δεν ήταν πια σκιά. Ήταν φως.
Η μουσική του "Ρεμπέτικου" είναι μια συμφωνία θλίψης, αγώνα και αξιοπρέπειας. Από τον «Καίγομαι καίγομαι» μέχρι το «Μάνα μου Ελλάς», κάθε τραγούδι ήταν κι ένα επεισόδιο μνήμης. Ήρωες που δεν εξιδανικεύονται, αλλά φέρουν το στίγμα της ζωής τους πάνω στο σώμα και στη φωνή τους. Ο Ξαρχάκος φώτισε με τον δικό του τρόπο τα τραγούδια της φυγής, της προσφυγιάς, του πόνου, της αδικίας και τα μετέτρεψε σε κλασικά κομμάτια του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού.
Η συμβολή της μουσικής στο Ρεμπέτικο δεν περιορίζεται σε ρόλο επένδυσης. Είναι οργανικό στοιχείο της αφήγησης. Οι ήρωες τραγουδούν για να ζήσουν, να επιβιώσουν, να πουν τις αλήθειες τους. Το ρεμπέτικο δεν παρουσιάζεται ως «λαογραφικό είδος», αλλά ως ζωντανή γλώσσα αντίστασης, πόνου και αξιοπρέπειας.
Χάρη σε αυτή την ταινία και τη μουσική της, το ρεμπέτικο επανήλθε στο προσκήνιο όχι ως μουσειακό είδος, αλλά ως ζωντανή έκφραση. Μια τέχνη που ακόμα μπορεί να λέει αλήθειες.
Εδώ https://bit.ly/Rebetiko_Xarhakos θα βρείτε videos από την τελευταία συναυλία, "Ρεμπέτικο 40+2 χρόνια μετά", που έγινε στον Λυκαβηττό στις 2/7/2025.