Δέντρα τόσο παλιά, που κανείς δεν θυμάται πότε φυτεύτηκαν. Κάποιοι έλεγαν πως γεννήθηκαν μόνα τους. 80χρονος μου είπε πως τα θυμάται πάντα έτσι, τεράστια. Γίγαντες ήσυχοι, με κορμούς πλατιούς σαν πύλες κάστρων, και φύλλα που ψιθύριζαν μυστικά όταν φυσούσε ο καιρός.Μα το πιο θαυμαστό δεν ήταν το ύψος τους, ούτε η σκιά που χάριζαν. Ήταν οι ρίζες τους. Δεν κρύβονταν κάτω απ’ τη γη σαν των άλλων δέντρων. Αντίθετα, πετάγονταν προς τα έξω, στριφογύριζαν σαν φίδια ή σαν χοντροί δράκοι που κοιμούνται.
Οι παππούδες έλεγαν πως αν ακουμπήσεις το αυτί σου σε μια τέτοια ρίζα, μπορείς να ακούσεις τους χτύπους της καρδιάς του δέντρου. Κι αν σταθείς ήσυχος αρκετή ώρα, ίσως σου ψιθυρίσει και μια ιστορία, για νεράιδες που έδεναν τις κορδέλες τους στα κλαδιά, για ταξιδιώτες που κοιμήθηκαν στη σκιά και ξύπνησαν σοφότεροι.
Ήταν τα χέρια του δέντρου που δεν ήθελαν να ξεχάσουν το χώμα. Κι όσο απλώνονταν μακριά, τόσο το δέντρο θυμόταν, τις βροχές που το πότισαν, τις αστραπές που το τρόμαξαν, τα παιδιά που σκαρφάλωσαν στους ώμους του και ονειρεύτηκαν.
Κάθε απόγευμα, όταν ο ήλιος έγερνε, μαζεύονταν εκεί παιδιά. Ξυπόλυτα, με χώμα και πληγές στα γόνατα, σκαρφάλωναν πάνω στις ρίζες, τις περπατούσαν σαν δοκάρια, τις έκαναν καράβια, κάστρα και φωλιές. Κάτω απ’ τον θόλο των φύλλων έφτιαχναν κόσμους φανταστικούς και χωρίς να το ξέρουν, έμπαιναν σε έναν κόσμο αληθινό.Γιατί όταν η μέρα έφευγε και η σιγαλιά απλωνόταν σαν πέπλο, τότε εμφανίζονταν οι νεράιδες. Μικρές, σχεδόν αόρατες, με φτερά από φως και μάτια σαν σταγόνες πρωινού. Κρύβονταν στις κουφάλες και περπατούσαν στις ρίζες. Τη μέρα έκαναν ησυχία, αλλά το βράδυ, μόλις τα παιδιά έφευγαν, έβγαιναν, έδεναν στις ρίζες τους φιόγκους τους.
Μα υπήρχαν μέρες, ελάχιστες μα υπήρχαν, που οι δύο κόσμοι άγγιζαν. Τότε ένα παιδί άκουγε ένα γέλιο αλλιώτικο. Άκουγε το όνομά του να ψιθυρίζεται από πουθενά. Και ήξερε. Χωρίς να ρωτήσει, χωρίς να πει κουβέντα, ήξερε πως κάτι μαγικό κατοικεί σ’ εκείνο το δέντρο.Και το δέντρο το ένιωθε κι αυτό. Γιατί όσο οι ρίζες του ζεσταίνονταν από πατήματα παιδιών και χορούς νεράιδων, δεν γερνούσε ποτέ στ’ αλήθεια. Μόνο ριζωνόταν πιο βαθιά στη μνήμη του κόσμου.
Γιατί αυτά τα δέντρα τα παμπάλαια ήταν οι φύλακες του δάσους. Και οι ρίζες τους δεν κρατούσαν μονάχα το σώμα τους όρθιο, αλλά και όλο το παρελθόν που δεν γράφτηκε ποτέ σε βιβλία.
Οι παππούδες έλεγαν πως αν ακουμπήσεις το αυτί σου σε μια τέτοια ρίζα, μπορείς να ακούσεις τους χτύπους της καρδιάς του δέντρου. Κι αν σταθείς ήσυχος αρκετή ώρα, ίσως σου ψιθυρίσει και μια ιστορία, για νεράιδες που έδεναν τις κορδέλες τους στα κλαδιά, για ταξιδιώτες που κοιμήθηκαν στη σκιά και ξύπνησαν σοφότεροι.
Ήταν τα χέρια του δέντρου που δεν ήθελαν να ξεχάσουν το χώμα. Κι όσο απλώνονταν μακριά, τόσο το δέντρο θυμόταν, τις βροχές που το πότισαν, τις αστραπές που το τρόμαξαν, τα παιδιά που σκαρφάλωσαν στους ώμους του και ονειρεύτηκαν.
Κάθε απόγευμα, όταν ο ήλιος έγερνε, μαζεύονταν εκεί παιδιά. Ξυπόλυτα, με χώμα και πληγές στα γόνατα, σκαρφάλωναν πάνω στις ρίζες, τις περπατούσαν σαν δοκάρια, τις έκαναν καράβια, κάστρα και φωλιές. Κάτω απ’ τον θόλο των φύλλων έφτιαχναν κόσμους φανταστικούς και χωρίς να το ξέρουν, έμπαιναν σε έναν κόσμο αληθινό.Γιατί όταν η μέρα έφευγε και η σιγαλιά απλωνόταν σαν πέπλο, τότε εμφανίζονταν οι νεράιδες. Μικρές, σχεδόν αόρατες, με φτερά από φως και μάτια σαν σταγόνες πρωινού. Κρύβονταν στις κουφάλες και περπατούσαν στις ρίζες. Τη μέρα έκαναν ησυχία, αλλά το βράδυ, μόλις τα παιδιά έφευγαν, έβγαιναν, έδεναν στις ρίζες τους φιόγκους τους.
Μα υπήρχαν μέρες, ελάχιστες μα υπήρχαν, που οι δύο κόσμοι άγγιζαν. Τότε ένα παιδί άκουγε ένα γέλιο αλλιώτικο. Άκουγε το όνομά του να ψιθυρίζεται από πουθενά. Και ήξερε. Χωρίς να ρωτήσει, χωρίς να πει κουβέντα, ήξερε πως κάτι μαγικό κατοικεί σ’ εκείνο το δέντρο.Και το δέντρο το ένιωθε κι αυτό. Γιατί όσο οι ρίζες του ζεσταίνονταν από πατήματα παιδιών και χορούς νεράιδων, δεν γερνούσε ποτέ στ’ αλήθεια. Μόνο ριζωνόταν πιο βαθιά στη μνήμη του κόσμου.
Γιατί αυτά τα δέντρα τα παμπάλαια ήταν οι φύλακες του δάσους. Και οι ρίζες τους δεν κρατούσαν μονάχα το σώμα τους όρθιο, αλλά και όλο το παρελθόν που δεν γράφτηκε ποτέ σε βιβλία.