Θα μπορούσε να είναι αρχαίος πύργος επικοινωνιών των Νεφελίμ ή των Ανουνάκι...
Εκείνο που χαρακτηρίζει σήμερα την περιοχή είναι το καμίνι, ένα περίεργο κτίσμα των νεότερων χρόνων και σημαντικό αρχιτεκτονικό μνημείο με επιμελημένη κατασκευή. Το καμίνι (ασβεστοκάμινος), ύψους 15μ. οικοδομήθηκε το έτος 1937, σε έκταση 15 στρεμμάτων, με σκοπό την παραγωγή ασβέστη, που χρησίμευε στις ανεγειρόμενες οικοδομές. Ως καύσιμο χρησιμοποιείτο το πετρέλαιο. Πάντως η λειτουργία του καμινιού σταμάτησε πολύ νωρίς (1940), λόγω των υπέρογκων λειτουργικών εξόδων.
Το παραγόμενο από την υψηλή θερμοκρασία, δηλαδή ο ξερός ασβέστης μεταφέρονταν σε διπλανή δεξαμενή νερού προκειμένου να "ενυδατωθεί" και να πάρει τη μορφή που ξέρουμε σήμερα.
Καθ' όλη τη διάρκεια της διαδικασίας είναι σημαντικό να υπάρχει συνεχής ροή αέρα από κάτω προς τα πάνω, προκειμένου να επιτυγχάνεται μεγαλύτερη θερμοκρασία αλλά και γρήγορή απομάκρυνση μέσω της καμινάδας του διοξειδίου του άνθρακα που εκλύεται από την καύση των πετρωμάτων.Το διοξείδιο του άνθρακα που εκλύεται ελεύθερο στην ατμόσφαιρα ήταν μάλλον και η αιτία που η Ε.Ε. απαγόρευσε τη λειτουργία τέτοιων μονάδων.
Είναι ένα παλιό ασβεστοκάμινο που βρίσκεται στον Καρελλά, στο Κορωπί και συγκεκριμένα στη θέση Φράττη, μέσα στο δρόμο.
Αντιγράφοντας από τον Γιάννη Πρόφη και τη Σελίδα "Το Κορωπί":
Η τοποθεσία βρίσκεται ΒΔ του Κορωπιού, πριν από τον Καρελλά και στο βάθος αριστερά της Λεωφ. Λαυρίου προς Αθήνα. Εκεί υπάρχει και το παλιό δημόσιο πηγάδι, που αναφέρεται στο Κτηματολόγιο. Η ονομασία του τοπωνυμίου προέρχεται από την εποχή της φραγκοκρατίας, αφού η λέξη frate είναι ιταλική και σημαίνει μοναχός, δηλ. καλόγηρος. Επομένως κάποιος καθολικός μοναχός ίσως κατοικούσε σ' αυτή την περιοχή ή κάποιος Ιταλός ή Έλληνας, που έφερε το επώνυμο Φράττης. Ο Αντώνιος Φράττη ήταν Ιταλός φιλέλληνας βουλευτής, αλλά αυτός έζησε μετά την εποχή που γράφτηκε το Κτηματολόγιο.Εκείνο που χαρακτηρίζει σήμερα την περιοχή είναι το καμίνι, ένα περίεργο κτίσμα των νεότερων χρόνων και σημαντικό αρχιτεκτονικό μνημείο με επιμελημένη κατασκευή. Το καμίνι (ασβεστοκάμινος), ύψους 15μ. οικοδομήθηκε το έτος 1937, σε έκταση 15 στρεμμάτων, με σκοπό την παραγωγή ασβέστη, που χρησίμευε στις ανεγειρόμενες οικοδομές. Ως καύσιμο χρησιμοποιείτο το πετρέλαιο. Πάντως η λειτουργία του καμινιού σταμάτησε πολύ νωρίς (1940), λόγω των υπέρογκων λειτουργικών εξόδων.
Έψαξα αρκετά για να βρω πως φτιάχνονταν ο ασβέστης σε μια τέτοια κατασκευή αλλά δεν βρήκα κάτι συγκεκριμένο. Έτσι, θα σας πω αυτά που συμπεραίνω, με επιφύλαξη και βέβαια με διάθεση διόρθωσης, αν βρω κάτι διαφορετικό.
Α' Γενικά πως παράγεται ο ασβέστης:
Ο ασβέστης παράγεται από ανθρακικά πετρώματα όπως ασβεστόλιθοι, δολομίτες και μάρμαρα, με πύρωση σε θερμοκρασία πάνω από 900 βαθμών κελσίου και στη συνέχεια με επεξεργασία ασβεστοποίησης. Ο ψημένος ασβέστης τοποθετείται σε λάκκους, διαβρέχεται με άφθονο νερό και αφήνεται για αρκετό διάστημα, ώστε να είναι κατάλληλο για χρήση (στη μορφή αυτή, ονομάζεται και χωρύγι). Ο κοινός ασβέστης είναι το οξείδιο του ασβεστίου (χημικός τύπος CaO) ή το υδροξείδιο του ασβεστίου (χημικός τύπος Ca(OH)2, παρασκευάζεται με ανάμιξη οξειδίου του ασβεστίου με νερό).Β' Συμπεράσματά μου για τη συγκεκριμένου τύπου μονάδα:
Κατ΄ αρχάς να σας πω πως αυτό που έχει απομείνει σήμερα δεν ήταν ολόκληρη η μονάδα. Λείπουν τμήματα. Μάλλον υπήρχε κάποιος γερανός ή κάποια μόνιμη κατασκευή που έδινε πρόσβαση στην τρύπα που υπάρχει στο μέσον της καμινάδας, από την οποία έβαζαν στο καμίνι, την πρώτη ύλη.
Στη βάση της πέτρινης κατασκευής, στο εσωτερικό της άναβε η φωτιά. Πρέπει να υπήρχε κάποιου είδους σχάρα ή διαχωριστικό πάνω από τη φωτιά μέσα στο εσωτερικό της πέτρινης κατασκευής, που συγκρατούσε τα πετρώματα ενώ θερμαίνονταν. Το παραγόμενο από την υψηλή θερμοκρασία, δηλαδή ο ξερός ασβέστης μεταφέρονταν σε διπλανή δεξαμενή νερού προκειμένου να "ενυδατωθεί" και να πάρει τη μορφή που ξέρουμε σήμερα.
Καθ' όλη τη διάρκεια της διαδικασίας είναι σημαντικό να υπάρχει συνεχής ροή αέρα από κάτω προς τα πάνω, προκειμένου να επιτυγχάνεται μεγαλύτερη θερμοκρασία αλλά και γρήγορή απομάκρυνση μέσω της καμινάδας του διοξειδίου του άνθρακα που εκλύεται από την καύση των πετρωμάτων.