Το εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου της Κάντζας

Το εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου της Κάντζας (ο νεώτερος ναός), χτίστηκε στα 1592 και επισκευάστηκε στα 1872 από τον προτελευταίο ιδιοκτήτης του τσιφλικιού του Χαρβατίου, τον εφοπλιστή Ιωάννη Θεοφιλάτο,, ο οποίος βρήκε το εκκλησάκι σε ερειπιώδη κατάσταση. Υπήρξε μετόχι της γειτονικής Μονής Αγίου Ιωάννου Κυνηγού των Φιλοσόφων. Λείψανα παρακείμενης τοιχοποιίας θα πρέπει να ανήκαν στην ημικυκλική αψίδα παλαιού βυζαντινού ναού.
Ανασκαφές στην τοποθεσία κατά το καλοκαίρι του 1984, αποκάλυψαν - εκτός από τα θεμέλια της παλαιάς αυτής εκκλησίας - λείψανα νεκροταφείου στη νότια πλευρά της, καθώς επίσης και λείψανα κτιρίου του 12ου αιώνα.
Η διάταξη των κτισμάτων του βυζαντινού κτιρίου επικαλείται τον χαρακτηριστικό τύπο του απλού μοναστικού συγκροτήματος (που καθιερώθηκε από τα μέσα του 6ου μ.Χ. αιώνα). Ο τύπος αυτός αποτελείται από δωμάτια που περιβάλλουν μιαν εσωτερική αυλή στο μέσον της οποίας βρίσκεται ο κεντρικός ναός. Στα ευρήματα εντάσσονται κεραμεικά χρηστικά σκεύη αλλά και αγγεία με ωραία πολύχρωμη διακόσμηση, σπαράγματα τοιχογραφιών σε τεμάχια σοβάδων καθώς και τμήμα αρχαίας μαρμάρινης ληκύθου (τύπος ταφικού αγγείου).
Το εκκλησάκι γιορτάζει στις 20 Μαΐου, ημέρα της ανακομιδής των Λειψάνων του Αγίου Νικολάου.

Το Λιοντάρι
Το μαρμάρινο (από μάρμαρο Πεντέλης) κολοσσιαίο λιοντάρι είναι άγαλμα του τέλους του 4ου π.Χ. αιώνα, το οποίο έχει συνδεθεί με θρύλους της περιοχής. Αποτελούσε τμήμα ενός μεγάλου ταφικού μνημείου για τους πεσόντες της «επί Παλληνίδι μάχης» (για κάποιους το 539 πΧ για κάποιους άλλους το 541 πΧ). Μάχη μεταξύ Αθηναίων για την εξουσία. Πεισίστρατος εναντίον Αλκμεωνίδου Μεγακλή και Αριστολαϊδου Λυκούργου. Νικητής και μετέπειτα τύραννος των Αθηνών, ο Πεισίστρατος. 

Ο Μύθος 
«Περί μαρμαρίνου τινός λέοντος ευρισκομένου προ του εκκλησιδίου «Αγίου Νικολάου» εν τω χωρίω της Αττικής Κάντζα, υπάρχει παράδοσις καθ’ άπασα την Αττικήν διαδεδομένη δημοσιευθείσα εν τω «Βύρωνι» του 1876 υπό του Κ. Ζησίου. Εις την βορειοτάτην δηλ. κορυφήν του Υμηττού προς την Ανατολικήν αυτού κλιτύν υπάρχει σπήλαιον λεγόμενο του Λεονταριού. Εις το σπήλαιον τούτο, όπερ επί τούτω επισκέφθημεν, ενεφώλευε ποτέ κατά την παράδοσιν φοβερός λέων, φθοράν και όλεθρον επάγων εις όλην την πεδιάδα και τας ράχεις του όρους.
Οι κάτοικοι της Αττικής φοβούμενοι τον Λέοντα πλην των άλλων δεν ετέλουν και λειτουργίας εις τον κατά τους Α. πρόποδας του Υμηττού και εν τω χωρίω Κάντζα ναόν του Αγίου Νικολάου. Ότε επί τέλους παραμονήν τινα του ονόματός του ο Άγιος φανερωθείς καθ ύπνους εις τινάς αγρότας τους προσεκάλεσε την επιούσαν να πορευθώσιν αφόβως εις την εορτήν. Ούτοι υπακούσαντες μετέβησαν την πρωϊαν πλήρεις θάρρους αθρόοι εις τον ναόν.
Ο Λέων όρμησε κατ αυτών απαισίως ωρυόμενος, αλλά μόλις προσήγγισεν εις του ναΐσκου τα πρόθυρα, ο Άγιος Νικόλαος εμφανίζεται και πλήξας αυτόν ισχυρώς τον εμαρμάρωσεν.
Η αυτή παράδοσις εν τη Συλλογή ημών φέρεται μετά της τροπολογίας ότι ο Λέων άρπαζε κατ’ έτος ανά μίαν Παρθένον μόνον, και την οδήγει εις το σπήλαιόν του και ότι τη μεσολαβήσει του Αγίου Νικολάου κατέκαυσεν αυτόν πυρ εκ του ουρανού. Και η εμφάνισις δε του Αγίου Νικολάου καθ ύπνους φέρεται ως εξής: «Την παραμονήν βλέπουνε στον ύπνο τους ένα γέρο κοντό και ασπρογένη και τους λέει: ή θα πάτε ταχιά να λειτουργήσετε ή θα σας κάψω όλους, σηκωθήκανε αυτοί τρομαγμένοι την νύχτα και πήγανε στον Παπά… Το πρωί είδαν απάνω από την εκκλησία ένα συννεφάκι μαύρο», εκ του οποίου εξηκοντίσθη ο κεραυνός ο κατακαύσας τον Λέοντα. Οι χωρικοί και σήμερον έτι, παρά των εξαλβανισθέντων ολίγων Ελλήνων κατοίκων των Μεσογείων ακούσαντες βεβαίως την παράδοσιν ταύτη, πιστεύουσιν ότι ο μαρμάρινος Λέων είναι αυτός ούτος ο εις το σπήλαιον πότε δήθεν κατοικών»
(Καμπούρογλου Γρ. Δημητρίου 1969: τόμος A’, σ.263-4). 
Ο Δανός Hans Christian Andersen συγγραφέας παραμυθιών, σε ηλικία 35 ετών, ξεκίνησε στις 31 Οκτωβρίου 1840 ένα μακρινό ταξίδι που κράτησε ως τις 31 Ιουλίου του 1841. Στο βιβλίο του οδοιπορικό στην Ελλάδα γράφει:
«Εκεί στη μοναξιά, μια ερειπωμένη εκκλησία και δίπλα της μια θαυμάσια ελιά, θέαμα που άξιζε για ζωγραφιά. Εκεί κοντά είδαμε ένα μεγάλο μαρμάρινο λιοντάρι, ένα μνημείο της αρχαιότητας. Ένα τέτοιο είχε η Λαϊδα στον τάφο της. Το να βρεις ένα κορμί, εδώ στην ερημιά, απ’ τα ωραία αυτά έργα τέχνης είναι κάτι που σε επηρεάζει μ’ έναν παράξενο τρόπο. Εκτός από τα πόδια που έλειπαν, ολόκληρο το μεγάλο λιοντάρι βρισκόταν ξαπλωμένο μπροστά μας. Η έκφραση στα μάτια του δείχνει με πόση επιδεξιότητα δούλεψε η σμίλη. Η χαίτη μόνο είναι σχηματοποιημένη. – Απ' ότι έμαθα απ' τον αρχιτέκτονα του πανεπιστημίου Chr. Hansen, υπήρχε σκέψη να μεταφέρουν αυτό το λιοντάρι στην Αθήνα και να το τοποθετήσουν στην είσοδο του πανεπιστημίου. Γερές περιπλοκάδες το τύλιγαν ολόγυρα, λες κι ήθελαν να το δέσουν στον τάφο που στόλιζε και που ήταν άγνωστος για όλους πια».



Πηγές: