Σαν ίσκιοι μέσα από αιώνια σιωπή...

Κεφαλόβρυσα... υπάρχουν πολλά στην Ελλάδα, είτε χωριά, είτε τοπωνύμια. 

Αυτό το Κεφαλόβρυσο βρίσκεται στην Καλοσκοπή Φωκίδας και είχα την τύχη να το επισκεφθώ, χάρη σε ένα φίλο που αγαπάει τόσο πολύ το χωριό του και ήθελε να μου δείξει κάθε σπιθαμή του... ευτυχώς... 
Βρίσκεται σε κοντινή απόσταση από το γνωστό και πολυεπισκέψιμο πάρκο της Παύλιανης. Δεν θα επιχειρήσω καμία σύγκριση, αν και τα δύο είναι μια παραρεμάτια πεζοπορική διαδρομή, αλλά σε άλλη ανάρτηση θα σας πω και για το πάρκο της Παύλιανης. 

Το Κεφαλόβρυσο της Καλοσκοπής χαίρεται την ανωνυμία του και έτσι καταφέρνουν να το χαίρονται και οι Καλοσκοπίτες που με απίστευτη εθελοντική εργασία προσπαθούν να το κάνουν βατό και να αναδείξουν τις ομορφιές του, οι οποίες πιστέψτε με είναι απίστευτες... 
Προσωπικά το μέρος με ενθουσίασε και δεν σταμάτησα στιγμή να φωτογραφίζω. Όταν δε, διάβασα και "Τα δυό Νεραϊδοκόριτσα" (Ο «ΤΡΥΠΟΦΡΑΧΤΗΣ» - Ζωντανεύει ξανά την παλιά Κουκουβίστα - Νίκου Ι. Δανιήλ - Αφηγήματα περιόδου 1942-1951) θεώρησα πως πρέπει να δείτε παρέα... 

Τα δυό Νεραϊδοκόριτσα - Νίκου Ι. Δανιήλ 

- Απόψε, καλά μου παιδιά,- άρχισε ο πατέρας ένα χινοπωριάτικο βράδυ της χρονιάς του ‘45-, λέω να σας ειπώ μια ιστορία πέρα για πέρα αληθινή, που μοιάζει σα νά ‘ναι παραμύθι. Μια ιστορία τόσο απίστευτη, μα και τόσο τραγική συνάμα. Θέλετε να σας την διηγηθώ;
- Αν θέλουμε, λέει! πετάχτηκα του λόγου μου, εγώ το κούτσικο των έξι-εφτά χρονών.
Ο καλός μας ο πατέρας, στοργικός, έξυπνος και ταξιδεμένος άνθρωπος, είχε δει κι είχε ακούσει πολλά στη ζήση του, είχε διαβάσει βιβλία και ήξερε να διηγιέται, μ’ έναν δικό του μοναδικό τρόπο, απίθανες ιστορίες και παραμύθια. Η μνήμη του, ανακατεμένη αρμονικά με την πλούσια φαντασία του, χάριζε σε μας αξέχαστες μαγικές εικόνες. Κάθε βράδυ, καθισμένοι ανακούρκουδα σ' ένα στρωσίδι μες στο φτωχικό μας δωμάτιο πού ‘χαμε για σπίτι στο Μύλο, περιμέναμε πώς και πώς, ν' αρχινίσει να λέει.
- Έλα εδώ, Νικολάκη, σίμωσε και κάτσε στα γόνατά μου... Όπαλα! Ωραία! Εσύ, Βασιλάκη, ρίξε, λεβέντη μου, κάνα-δυο πελεκούδια στο τζάκι κι ανακάτεψε τη θράκα με τη μασιά να πυρωθούμε, γιατί απόψε μας τα χάλασε ο καιρός. 
Έστριψε ένα τσιγάρο, τά'ναψε, γέρνοντας προς το μέρος του την κορφή του λαμπόγυαλου, πού 'χε μαυρίσει απ' την κάπνα κι αφού τράβηξε μια βαθειά ρουφηξιά, χαϊδεύοντας και το αρειμάνιο τσιγκελωτό μουστάκι του, αρχίνισε την αφήγησή του.

- Που λέτε, παιδιά μου, τούτος ο Μύλος, πού'ναι και το κονάκι μας τωραδά, τούτος ο Μύλος εδώ κάτου, μακριά απ' το χωριό, στο ρέμα, υπήρχε από πολλά χρόνια πριν. Τον έφκιασε και τον δούλευε ο μακαρίτης ο δικός μου πατέρας. Τον έφκιασε εδωνά, δίπλα στο αιώνιο ποτάμι, όπου κυλάει μουρμουριστά το βλοημένο νερό του Κεφαλόβρυσου, κρυμμένο στα δασειά πλατανοκλώναρα. Το πέτρινο γιοφύρι, παραπάνου, στο Μύλο της Καραγιώργαινας, σας είναι βέβαια πολύ γνωστό.
- Εκεί παίζουμε κάθε μέρα! πετάχτηκα. Βοσκάμε τις γίδες, κυνηγάμε μπακακάκια και…
- Και κολυμπάμε στους βούθνες! με πρόφτασε ο αδερφός μου. Εκεί έχει πολλούς και βαθιούς, γιατί έχει καταρράχτες και μεγάλα κοτρόνια.
- Μόνο πού'χει και νεροφίδες πράσινες κι εγώ σκιάζομαι! είπα. 
Ο πατέρας τίναξε τη στάχτη του τσιγάρου στο τζάκι.
Όξω, έπιασε δυνατή μπόρα. Τα τσίγκια στη στέγη - μπαλώματα ανάμεσα σε λιγοστά κεραμίδια - βροντοκόπαγαν. Και οι σταγόνες της βροχής, πού 'μπαιναν απ' το μπουχαρή, σιγοτσιτσίριζαν, πέφτοντας απάνου στη θράκα,
Η κυρά-Παναϊού, η μάνα, είχε τσιτσελώσει στη φωτιά και πυρωνόταν μια στάλα.
- Απ' αυτό το γιοφύρι, που λέτε- συνέχισε ο πατέρας-, ο παππούλης σας, είχε σκάψει με πολύ κόπο ένα μακρύ αυλάκι, ίσαμε κανιά κατοστή-διακόσια μέτρα, για να φέρνει το νερό - στα βαένια του μύλου. Είναι το γνωστό σας αυλάκι, κάτου απ' τη στράτα, αυτό που το περπατάτε κι εσείς.
- Ναι, πατέρα.., τον έκοψα. Τ’ αυλάκι φέρνει νερό στο καναλάκι, εδωδά από πάνου μας κι εγώ με το Βασίλη φκιάνουμε ‘φτερωτές’, με πάφλους και φλέντζες από πατάκες… Μας αρέθει να τις κοιτάμε να γυρνούν, με το νερό...
- Σωστά! Ακούτε, όμως τώρα.
Στήσαμε αυτί.
- Κάποτε.., εκεί γύρω στα χίλια εννιακόσια και λίγο παραπίσω, ζούσαν στο Μύλο, εδώ, δυο κοριτσάκια..., δυο νεραϊδοκόριτσα σωστά... Ήταν πεντάμορφες αδερφάδες. Σαν τα κυπαρίσσια, να σας δώκω να καταλάβετε. Η μια, ξανθομαλλούσα γαλανή, ίδιος θηλυκός άγγελος. Η άλλη, ακόμα καλύτερη. Καστανομάτα μελαχρινή... Σκέτη ζωγραφιά. Είχε πάρει από το σόι της μάνας της, βλέπεις. Στο χωριό μας τότε, εδώ στην Κουκουβίστα, όλοι το‘ξεραν και το λέγανε, πως δεν υπήρχε άλλη καμιά να τις παραβγεί σε ομορφάδα. Και, για να τελειώνω, αυτές οι δυο πανώριες και παινεμένες κόρες, ήταν αδερφάδες μου.., οι άμοιρες.
Η φωνή του πατέρα, σα νά'σπασε λιγάκι, μου φάνηκε. Έγινε τρεμουλιαστή.
-Ποιες είν' αυτές οι θείτσες μου και γιατί δεν τις ανάφερες ποτέ σου, πατέρα; ρώτησα. 
Ο πατέρας, έβγανε τα γυαλιά του κι έκαμε μια κίνηση με την ανάστροφη της παλάμης του, σα να σκούπιζε το μάτι του.
- Δεν έλαχε, γιε μου! είπε στενάζοντας. Τι να σας έλε’α γι’ αυτές! Οι παλιοί, τις ήξεραν… Ήταν άτυχες, πολύ άτυχες!
- Όμως, απόψε, πως έγινε και…
- Απόψε, μ' αυτή τη δυνατή μπόρα... Δεν ακούτε πώς χτυπάει ο τσίγκος; Έ! με το χαμό που γίνεται απόξω, ήρθαν στο μυαλό μου, σαν ίσκιοι μέσα από αιώνια σιωπή... Δεν ξέρω. Να, που τις θυμήθηκα. Κι είπα, αντί για κάποιο παραμύθι, να σας ειπώ την τραγική τους ιστορία... Εξόν κι αν δε θέλετε.
- Θέλουμε, πατέρα, θέλουμε! είπ’ ο Βασίλης ανυπόμονα. Τι πάθανε..; Πες μας! 
Ο πατέρας ρούφηξε πάλι το στριφτό του τσιγάρο, ξεφύσηξε πέρα τον καπνό ντουμάνι και συνέχισε την ιστορία του.

- Όπως είπαμε και προηγουμένως, τ’ αγγελικά εκείνα πλάσματα ζούσαν εδώ πέρα στο Μύλο. Όλη η φαμελιά. Ένα σούρουπο.., ένα καταραμένο σούρουπο, παιδιά μου.., ήταν όπως και τώρα χινόπωρο.., ο ουρανός ολάκερος, από Γκιώνα, Ξεροβούνι, Ψηλή Ράχη κι ως κάαατου.., στο ξάγναντο στη Σμίξη.., έγινε μαύρος, μολυβένιος. Αστραπές, σαν πύρινες γλώσσες της Κόλασης, άρχισαν να σκίζουν τα ουράνια και ασταμάτητοι κεραυνοί, πέφτοντας με φοβερό κρότο, τρομάζανε, μα την αλήθεια, κάθε ήμερο και κάθε άγριο! Ο μύλος δεν άλεθε. Το στερνό φόρτωμα σταριού, είχε κι αυτό περάσει κάτου απ' τη μυλόπετρα κι έγιν' αλεύρι... Μα, κάποιος έπρεπε να πεταχτεί ως το γιοφύρι.., ξέρετε, στη Δέση που λέμε, να βάνει την κόφτρα, να κλείσει το νερό... «-Θα πάω εγώ, πατέρα», είπε η γαλανομάτα, η Μαρία. «Μια τρεχάλα θα κάμω και σε πέντε λεπτά θα ματάρθω...». «-Θα'ρθώ κι εγώ μαζί σου, να μη σκιάζεσαι, γιατί, να, πλακώνει η νύχτα», είπ’ η άλλη, η Γιαννούλα η μελαχρινή. Σαν αδερφές, ήτανε πολύ αγαπημένες..., όπως πρέπει να κάνουν όλα τ' αδέρφια.., κι εσείς.., πρόστεσε ο πατέρας.
- Είμαστε! Δεν είμαστε, ρε Βασίλη;
- Πάντα να είστε δεμένοι μεταξύ σας, με αγάπη.
- Λοιπόν;
- Ναι.., πού μείναμε; Κίνησαν κατά πάνου, μες στη δυνατή βροχή, έχοντας από’να σκουτί, σαν κουκούλα, στο κεφάλι. 
Πήραν το στρατί.., ξέρετε.., ‘κείνο το φρύδι., αυλάκι αυλάκι, έχοντας στ' αριστερά τους, αρκετά κάτου, το αφρισμένο ρέμα. Πρόσεχαν και να μη γλιστρήσουνε, σε ΄κείνο το λασπομένο φρύδι και βρεθούν μέσα στ’ αγριεμένο ποτάμι. Ο γκρεμός έχασκε κάτου τους επικίνδυνα. Χοντρές στάλες, πλαγιαστές απ' τον αέρα, άρχισαν να μαστιγώνουν τα κορίτσια με μάνητα. Ώσπου να φτάσουνε στη Δέση, κάτου απ' το γιοφύρι, εκεί που, όπως ξέρετε, ενώνεται τ' αυλάκι με το ποτάμι, οι ουρανοί λες κι ανοίξανε τους καταρράχτες τους. Τα κορίτσια γίνανε μπαζίνα. Το σκοτάδι πύκνωνε πλειότερο σ' εκείνο το ρουμάνι. Κάθε τόσο, όμως, οι αστραπές φώτιζαν απόκοσμα τ' αναρίθμητα ψηλόκορμα πλατάνια, που φύτρωναν, όπως και τώρα άλλωστε, μέσα στο ρέμα, πλάι στις βραχοκοτρόνες με τα πουριά... Ο ξαφνικός κατακλυσμός, ξέντυνε τελείως τα κλωνάρια τους, απ' τα στερνά τους κιτρινισμένα φύλλα. Όσο για τα τρομαχτικά μπουμπουνηταριά, έ, αυτά δεν έλε’αν να κοπάσουν. Όπως ήτανε φυσικό - γιατί το ίδιο θα παθαίναμε κι εμείς με τέτοιες καιρικές συνθήκες - τα κορίτσια σκιάζονταν πολύ. Βάνανε την κόφτρα. Το νερό, όλο πια, έτρεχε μόνο στο ποτάμι... Εδώ, πρέπει να το διευκρινίσω τούτο, παιδιά μου.., το ποτάμι, λόγω εποχής, είχε αρκετό νερό, αφού οι χωριανοί μας δεν το παίρνανε πια, για να ποτίσουνε τα χωράφια τους. Έτσι, έτρεχε λεύτερο στο ρέμα. Μα δεν ήτανε δα και τόσο πολύ, ώστε να τρομάζει κάποιος. Άμα ζει κανένας, όπως εμείς, μια δρασκελιά απ' αυτό, δένεται σφιχτά μαζί του. Τ' αγαπάει. Ό,τι γίνεται μ' εμάς, που μεγαλώσαμε σ' αυτό, που τό 'χουμε σα νά'ναι κτήμα μας, κατιτίς δικό μας, έτσι τό ‘νοιωθαν και ‘κείνα τα δυο κοριτσάκια, τα καημένα. Δεν φοβόντουσαν το ποτάμι! Δεν ήξεραν... Η αγάπη, από μόνη της, δεν παρέχει τα εχέγγυα για προστασία...
- Πατέρα, στέκα μια στιγμή, γιατί δε νογάω τι λες.., είπα.
- Πρέπει, λέω, να προσέχουμε πάντα, ακόμα κι αυτά που αγαπάμε και νομίζουμε πως δεν κινδυνεύουμε απ' αυτά. Γιατί, όπως θά'χετε ακούσει, ο διάολος έχει πολλά ποδάρια...
Δεν έδωσα συνέχεια στις απορίες μου. Τι ήθελε πάλι να μας ειπεί, με του διαόλου τα ποδάρια... 
Ο πατέρας πήρε μια βαθειά ανάσα, ξανατίναξε το τσιγάρο του, χτυπώντας το με το δείχτη του χεριού του, πού ‘ητανε κατακίτρινος, σαν και τις τρίχες στο κάτου μέρος του μουστακιού του και προχώρησε την ιστορία του.

-Στην αρχή, οι κοπελιές, κοντοστάθηκαν εκεί, στη Δέση, κάτ' απ' το γιοφύρι, υποθέτοντας πως, όσο νά'ναι.., μπόρα ήτανε και θα πέρναε σύντομα... Η ώρα, όμως, κύλαε. Η βροχή- σωστός χαλασμός του κόσμου- έπεφτε όλο και πλειότερη. Μια αντάρα άρχισε να σέρνεται μέσα στη ρεματιά. Και η νύχτα γινόταν ολοένα και πιο απειλητική. Οι καρδούλες τους άρχισαν να λαχταράνε. Να γυρίσουνε πίσω στο Μύλο, για την ώρα δεν ήτανε μπορετό, ίσως ούτε και φρόνιμο, με τέτοιο παλιόκαιρο. Προτίμησαν να περιμένουν εκεί, ενώ τις έδερνε το φοβερό ανεμόβροχο κι ένα μπουγάζι περόνιαζε τα κόκαλά τους, όπως ήτανε βρεμένες. Τότε σκέφτηκαν να πάνε, για καλύτερα, να προφυλαχτούνε κάτου από δυο γέρικα χοντρά πλατάνια, που ριζοβόλαγαν -και υπάρχουν ακόμα ως τα σήμερα- πλάι στο γιοφύρι, στην άκρη του χωραφιού του Πλατανιά... Είμαι σίγουρος πως τά’χετε και σεις ιδωμένα. ‘Κείνα τα πλατάνια, σιμά στις γυμνές τους ρίζες, σχημάτιζαν κάτι σαν κούφωμα, μια κουφάλα που λέμε. Βρίσκονταν κάπως ψηλότερα απ' το ρέμα και τους βούθνες του. Φαίνονταν ασφαλή. Διαβήκανε, που λέτε, το ποτάμι αντίπερα, πιασμένες απ' τα χέρια, όχι χωρίς προσπάθεια, προσέχοντας ιδιαίτερα να πατάνε στις κορφές από τα βραχάκια, που πέρ'σσευαν στο νερό. Ύστερα, αρποκολλήθηκαν απ' τα κλαράκια και σκαρφάλωσαν στο κούφωμα... Λουφάξαν εκειδά, γι’ αρκετή ώρα, τρέμοντας απ' το κρύο και την αγωνία. Η νύχτα έπεφτε κατάμαυρη. Κάτου απ' τα ποδαράκια τους, το ποτάμι.., ‘κείνο.., δηλαδή τούτο το ποτάμι... τ' αγαπημένο, που λέγαμε, άρχισε να φουσκώνει και να βουΐζει παράξενα. Μα, για την ώρα, δε φαινότανε πως κινδύνευαν απ' αυτό... Έτσι νόμιζαν. Πού να το φανταστούν το τι θα επακολουθούσε! Με το 'να χέρι σφίγγανε τα ριζοκλώναρα να βασταχτούν και με τ' άλλο αγκαλιάζονταν. Ο τρόμος άρχιζε να φωλιάζει για τα καλά στις άδολες ψυχούλες τους κι έγινε σύντομα πανικός, σαν είδαν το ποτάμι να φουσκώνει ακόμα πιο πολύ και να τους γλείφει λαίμαργα τα ποδάρια... 
- Πατέρα., είπα μ' έναν κόμπο στο λαιμό μου. Μού 'ρχεται να βάνω τα κλάματα, με όσα λες. Νοιώθω σα να παθαίνω κι εγώ το ίδιο.., σα νά'μαι μαζί τους...
Ο πατέρας με κοίταξε με συμπόνια.
- Εσύ δεν κινδυνεύεις, είσ' εδώ κοντά μου και σ’ έχω στα γόνατά μου, είπε. Είσαι ασφαλής. Μη φοβάσαι καθόλου. Μόνο κάμε λίγο κουράιο ν' αποσώσω τούτη την ιστορία, μιας και την ανοίξαμ’ απόψε. Λοιπόν... Το νερό, ‘κείνη τη στιγμή της φρικιαστικής νύχτας, έφτασε ως τα ποδάρια τους. Κλαριά και ξύλα, χορτάρια και φύλλα, πέτρες και χώματα, ένα τρελό ανακάτεμα από διάφορα αντικείμενα, όλα μαζί κατηφόριζαν με απόκοσμο βουητό και τσακίζονταν στους απανωτούς καταρράχτες.
«- Χανόμαστε, αδερφούλα μου! έμπηξε τη φωνή η Μαρία.»
«- Σώπα, ας κάνουμε το σταυρό μας! », ψέλλισε η Γιαννούλα.
Η θέση τους, εκεί στην κουφάλα, ήταν άβολη. Έπρεπε να βαστιούνται γερά, να μην παρασυρθούν. Πώς να κάμουν το σταυρό τους! Η Γιαννούλα άρχισε να προσεύχεται.
«- Θεούλη μου, βόηθα μας! Παναγίτσα μου γλυκιά, κάμε το θάμα σου, να σταματήσει τούτο το κακό που μας βρήκε!»
«-- Μόνο άμα πάψει το νερό ν' ανεβαίνει, τότε μπορεί και να ελπίζουμε..., είπε η Μαρία. Τι να μας κάνει ο Χριστός κι η Παναγιά, αφού είμαστε αποκλεισμένες εδωδά. Πες μου!»
«- Σώπα, αδερφή, μη χάνεις την πίστη σου...» 
Ο πατέρας σταμάτησε και πάλι, μ’ ένα στεναγμό.
-Κάτσε στ’ άλλο μου γόνατο, μου είπε, γιατί πιάστηκα.
-Τι έγινε παρακάτου, πατέρα;
Ο πατέρας κούνησε με λύπη το κεφάλι του.
- Δυστυχώς, παιδιά μου, έγινε κάτι πολύ κακό. Πιο τρανό, δε γίνεται. Κι αυτό το μεγάλο κακό ήρθε από εκεί που δεν το περίμεναν ούτ' αυτές, οι δυο νεράιδες, μήτε και κανένας άλλος.... Δεν ήτανε προβλεπτικές, ίσως γιατί δεν ήξεραν. Με άλλα λόγια, δεν είχανε φυλαγμένα τα νώτα τους, που λένε. Δεν είχανε προβλέψει έναν αστάθμητο παράγοντα.
- Τι θες να ειπείς, πατέρα;
- Να.... θέλω να ειπώ, πως ο νους τους δεν πή’ε καθόλου στον κίνδυνο που τις απειλούσε, με τη μορφή ενός ξαφνικού χείμαρρου. Εκεί, λοιπόν, που στέκονταν κι είχανε σα μοναδική τους έγνοια το φουσκωμένο ποτάμι, ήρθε τότε, παιδιά μου, τελείως αναπάντεχα, ένας τρανός καταπότης νερού και τις βάρεσε με ορμή πισώπλατα! Αυτό το νερό, το βρόχινο -όχι το ποταμίσιο- που κατηφόρισε απ' όλη την πλαγιά..., ξέρετε, ψηλά απ' το Κοτρόνι ως τ' Αποστόλη.., μαζώχτηκε στη στράτα, μπροστά στο Μύλο της θείας σας της Μαρίας του Καραγιώργου, αυγάτισε πολύ και ξεμπουκάρησε, χειρότερο κι απ' τ' αγριεμένο ποτάμι, εκεί ανάμεσα στο γιοφύρι και στα δυο χοντρά πλατάνια, με τα κορίτσια... Ήτανε τόσο ξαφνικός ο ερχομός του.., ήτανε τόσος ο όγκος του νερού, που δεν άφηνε κανένα περιθώριο για σωτηρία... Βάρεσε απότομα τα κορίτσια και χύθηκε θολό στο ποτάμι.., στο δικό μας ρέμα.
Τα ξυλιασμένα απ' το κρύο χεράκια, δεν άντεξαν. Με μια θανατερή κραυγή, που δεν την άκουσε ποτέ κανένας -μονάχα ο Σατανάς υποθέτω- χαθήκανε για πάντα, αγκαλιαστά, μέσα στα μανιασμένα και θολά νερά! 
Έγινε πάψη. Όλοι ήμασταν κατσουφιασμένοι. Η αφήγηση αυτουνού του τραγικού περιστατικού, μας είχε επηρεάσει.
Αφού πέρασε η πρώτη εντύπωση, λυπημένος κι απορημένος μαζί, τόλμησα να ρωτήσω:
- Καλά.., κι εσύ πού το ξέρεις, πατέρα, πως έγιναν ετσιδά, όπως μας τάπες, τα πράματα...
- Έ, Νικολάκη, τι ρωτάς τώρα...
- Ρωτάω, για να ξέρω.
– Μα, χρυσό μου παιδί, πώς να στο ειπώ… Αυτό, εύκολα το φαντάζεται ο καθένας. Και μπορεί να το περιγράψει, αρκεί μόνο να μην αλλάξει την ουσία... Κατάλαβες; Η ουσία μετράει. Κι εγώ, σας είπα όλη την ουσία, με δικά μου λόγια και με λίγη φαντασία. Εκείνοι, πάντως, που δεν είχανε φανταστεί τότε, τι τους είχε φυλαγμένο η μαύρη μοίρα, ήταν η δικιά μου φαμελιά, στο μύλο μας εδώ πέρα. Γιατί, την ώρα που αναρωτιόντουσαν τι νά ‘γιναν τα κορίτσια κι αργήσανε τόσο να γυρίσουνε στο σπίτι, ‘κείνα τα δόλια, πνιγμένα, άψυχα κορμάκια, δέρνονταν σερνάμενα εδώ κι εκεί, ανάμεσα σε ξύλα και πουριασμένες πέτρες, αδικoχαμένα δύσμοιρα κορίτσια! Πέρναγαν, να! εδώ μπροστά μας, σα να θέλανε να πουν ένα στερνό, βουβό αντίο στο Μύλο... Ποιος να το φανταστεί! Τα βασανισμένα σώματα σύρθηκαν μακριά. Τα βρήκανε την άλλη μέρα κάτου στα Καστέλλια... Ο ποταμός Πίνδος... έτσι λέανε παλιότερα τούτο ‘δώ το ποτάμι που εμείς τ' αγαπάμε.., το ξέρατε; Αυτός, ναι.., τα πήρε μαζί του και τά’πνιξε... 
- Ο πατέρας σταμάτησε να μιλάει. Πέταξε τη γόπα του στο μισοσβησμένο τζάκι. Έβγανε τα ματογυάλια του και σκούπισε τα μάτια του. Φαινότανε καθαρά, είχε στενοχωρεθεί με τούτο το ξαναζωντάνεμα μιας τέτοιας ζοφερής ανάμνησης. Αλλά κι εμείς θλιμμένοι ήμασταν.

- Στο χωριό μας- είπε κλείνοντας την αφήγησή του- έγινε μεγάλος θρήνος. Εγώ, τότε, ήμουν αγέννητος ακόμα. Αλλά, ένα τέτοιο γεγονός, την εποχή εκείνη, ήτανε πρωτόφαντο και συγκλονιστικό. Συζητιότανε για χρόνια και χρόνια. Και οι μορφές των δυο αυτών ωραίων, μα και τόσο άτυχων κοριτσιών, έμειναν ως τις μέρες μας θρυλικές. Αυτά είχα να σας ειπώ. Και ξέρω, πως σας πίκρανα. Να με σ’ χωρνάτε! Αλλά, έτσι είν' η ζωή η ρημάδα. Πότε πίκρα, πότε γέλιο. Ταχιά το βράδυ, νά'μαστε όλοι καλά, θα σας διηγηθώ κάτι, να γελάσουμε. 
Μείναμε αμίλητοι, καθένας με τη σκέψη του.
Η μπόρα κόπασε. Και τα τσίγκια στη σκεπή ηρέμησαν.
Τα χρόνια τώρα έχουνε περάσει. Είναι πια, άλλα τόσα. Μεγάλωσα και μου βαραίνουνε την πλάτη. Μα θα πρέπει να μολοήσω, πως από τότε που πρωτάκουσα -το '45- αυτή την τραγική ιστορία και μέχρι σήμερα, σαν φτάνω ως το γιοφύρι εκείνο -των δυο μύλων- στέκω και κοιτάω, με δέος θά'λεα, τα γέρικα πλατάνια με τις χοντρές ρίζες... Και προσπαθώ να καταλάβω, πού ακριβώς στεκόντουσαν, σε ποιο βαθούλωμα των κορμών, ‘κείνες οι δυο νεράιδες ... Και, πάντα νοιώθω στη σκέψη τους μια ανατριχίλα...Θαρρώ πως θα προβάλουν ξαφνικά μπροστά μου, βουβές, αέρινες, να τις τυλίει ο ποταμίσιος αχνός απ' τους καταρράχτες, μα και κάπως παραπονεμένες, γιατί τις ξέχασε, τότε, κι ο Θεός ο ίδιος... Θαρρώ πως θα τις ιδώ, να μου απλώνουν τ’ άσπρα τους χεράκια, να μου ζητάνε να τις σώσω…