Για τους εκσκαφείς της βασιλόπιτας

Εάν ανήκετε στους εκσκαφείς της βασιλόπιτας, ξέρετε αυτούς που διαλύουν το κομμάτι τους είτε με τα χέρια είτε με εργαλείο, ψάχνοντας να βρουν το φλουρί που θα τους φέρει τύχη ολόκληρη τη χρονιά, τότε καλό είναι να ξέρετε. 

Το έθιμο της ψημένης πίτας με κάτι χρυσό στο εσωτερικό έχει τις ρίζες του στις αρχαιολογικές γιορτές των Κρονίων απ’ όπου το πήραν στη συνέχεια οι Ρωμαίοι.
Υπάρχει όμως και η Ελληνορθόδοξη εκδοχή που έχει να κάνει με τον Μέγα Βασίλειο, ο οποίος ως Επίσκοπος της Καππαδοκίας έλαβε εντολή από τον έπαρχο της Καππαδοκίας να συγκεντρώσει όλα τα τιμαλφή των κατοίκων είτε (κατά μια εκδοχή) να τα παραδώσει ως φόρο, είτε (κατ’ άλλη εκδοχή) να τα παραδώσει με αντάλλαγμα τη μη ένοπλη λεηλασία της πόλης. Πράγματι ο Μέγας Βασίλειος τα συγκέντρωσε και ενώ ήταν έτοιμος να τα παραδώσει στον κατακτητή, εμφανίστηκε ο Άγιος Μερκούριος, μέγας στρατιωτικός της εποχής. Όταν τον είδε ο έπαρχος έφυγε τρέχοντας και έτσι όλα τα τιμαλφή έμειναν στα χέρια του Μέγα Βασίλειου.
Τι να κάνει κι αυτός με τόσα αντικείμενα αξίας που έπρεπε να επιστραφούν στους κατόχους τους; Έβαλε να ψήσουν ψωμάκια και μέσα σε κάθε ψωμάκι έκρυψε από ένα αντικείμενο, με σκοπό να τα μοιράσει στους κατοίκους και η θεά τύχη να αποφασίσει ποιος θα πάρει τι, αφού δεν γνώριζε ποιος είχε δώσει τι. Και το θαύμα έγινε. Ο καθένας πήρε ότι είχε δώσει!!!

Υπάρχει όμως και άλλη εκδοχή (πηγή) σχετικά με τον Μέγα Βασίλειο και την πίτα. Σύμφωνα με αυτή ο εισπράκτορας του Έπαρχου, αφού μάζεψε όλα τα τιμαλφή και τα έβαλε σε δέκα σακούλες πήγε να αποχαιρετίσει τον Μέγα Βασίλειο την παραμονή της αναχώρησής του, παραμονή και της Πρωτοχρονιάς. Μαζί του είχε και το πολύτιμο φορτίο. Ο Μέγας Βασίλειος αν και βαθιά στεναχωρημένος για το ποίμνιο του που θα έχανε οικογενειακά κειμήλια, δεν μπόρεσε παρά να κάνει το τραπέζι στον υψηλό απεσταλμένο και να του ζητήσει να κοιμηθεί στη Μητρόπολη.
Ύστερα από το φαγητό, και για να περάσει η ώρα, πρότεινε στον ξένο να παίξουν χαρτιά για πενταροδεκάρες. Ο εισπράκτορας όμως σύντομα έμεινε πανί με πανί με αποτέλεσμα να παίξει και τις δέκα σακούλες. Μέχρι τα ξημερώματα αναγκάστηκε τελικά να παραδεχτεί ότι τα έχασε όλα.
Ο Μέγας Βασίλειος αφού ευχαρίστησε τον Θεό άνοιξε και τις δέκα σακούλες και ζήτησε από τον καθένα να πάρει ό,τι του ανήκει. Όμως, η απληστία πολλών ήρθε στην επιφάνεια και έτσι δεν έλειψαν εκείνοι που είπαν ψέματα για να αποκτήσουν κάτι μεγαλύτερης αξίας. Προκειμένου να «λύσει» το πρόβλημα ο επίσκοπος έδιωξε τους χριστιανούς και τους ζήτησε να πάνε την επόμενη μέρα. Στο μεταξύ ζήτησε να ζυμωθούν ψωμιά μέσα στα οποία έβαλε από ένα αντικείμενο. Τα ψωμιά μοιράστηκαν και ο καθένας πήρε ό,τι ήταν τυχερό του.
Αυτή η εκδοχή, που εξηγεί και γιατί παίζουμε χαρτιά, δημοσιεύτηκε στην Ποντιακή Εστία το 1952 (τχ 25) από τον Λάζαρο Χρυσοχοΐδη στη στήλη «Ποντιακοί Θρύλοι».
Βέβαια επειδή η εκδοχή αυτή έχει να κάνει με την απληστία του ανθρώπου δεν διαδόθηκε.
Ίσως βέβαια και να μην ισχύει.
Η εκδοχή.
Όχι η απληστία...
Αυτή είναι χαρακτηριστικό του είδους μας και αιτία άπειρων δεινών για την ανθρωπότητα (για να μην πω όλων των δεινών).