Τα εγκαταλελειμμένα Βυρσοδεψεία στο Καρλοβάσι

Η ακμή των βυρσοδεψείων της Ρίβας του Καρλοβάσου τοποθετείται μεταξύ των ετών 1880 έως 1930 περίπου, οπότε λειτουργούν περί τις 50 επιχειρήσεις με 300 εργαζόμενους, που καλύπτουν το 25% της εγχώριας παραγωγής, ενώ η προβιομηχανική μορφή του κλάδου μαρτυρείται σε έγγραφα μερικές δεκαετίες πριν. 


Το άλμα από την προβιομηχανική βιοτεχνία, στην εκβιομηχάνιση του κλάδου του δέρματος έγινε δυνατό με την εκμηχάνιση με ατμό, πετρέλαιο και αργότερα ηλεκτρισμό και την εφαρμογή χημικών μεθόδων που συντόμευαν τα στάδια και έκαναν εφικτή τη μεγάλη παραγωγή.
Η πλήρης φυτική δέψη που εφάρμοζαν τα Καρλοβασιώτικα βυρσοδεψεία για την κατασκευή σολοδερμάτων την εποχή της ακμής τους κυριαρχούσε διεθνώς ως τεχνική. Ορισμένα στάδια αντικαταστάθηκαν αργότερα με χημικές μεθόδους, και σταδιακά εμφανίστηκαν εξελιγμένες μηχανές κατεργασίας και καλλωπισμού καθώς η αγορά απαιτούσε διαρκώς νέα προϊόντα. Το γοργό ρυθμό της βιομηχανικής βυρσοδεψίας και την επιβίωση στις διεθνείς αγορές δεν μπόρεσαν τα Καρλοβασιώτικα ταμπάκικα να ακολουθήσουν. Ο ανταγωνισμός των κέντρων, ειδικότερα μετά το 1950, ήταν άνισος και συντριπτικός για τις επαρχιακές βιομηχανίες, που σιγά σιγά έσβησαν.
Ο σχηματισμός της εργατικής τάξης, απαραίτητος παράγοντας στην πορεία της εκβιομηχάνισης, αποκρυσταλλώθηκε με την ίδρυση δύο Σωματείων: Το πρώτο το 1899 «Αδελφότης βυρσοδεψών Ο Προφήτης Ηλίας» εργοδοτών και εργατών και το δεύτερο το 1908 με την επωνυμία «Αδελφότητα Εργατών βυρσοδεψείων Ο Άγιος Παντελεήμων». Το εργατικό κίνημα των βυρσοδεψεργατών στη Σάμο ήταν από τα πιο δυναμικά στην ιστορία της περιόδου αυτής.
 Πηγή: karlovasi.wordpress.com


Σήμερα κτίρια κουφάρια, στέκονται ετοιμόρροπα να θυμίζουν μια εποχή μεγάλης ανάπτυξης στο νησί. Κτίρια μελαγχολίας. Τα τελευταία χρόνια σε αρκετά αναπτύσσονται άλλες δραστηριότητες. Μακάρι να ξαναπάρουν ζωή, αλλά και μόνο τα ιδιοκτησιακά που φαντάζομαι απομακρύνουν αυτό το ενδεχόμενο. 


















Το ξεκίνημα της βυρσοδεψίας στο Καρλόβασι.
Απ’ το βιβλίο του Κ. Καλατζή «το ταμπάκικο».
Η ιστορία ξεκίνησε βαθιά πίσω, από τα χρόνια λίγο πριν την Επανάσταση. Ένας κυνηγημένος της εποχής – Παναγιώτης Βάσος τ’ όνομά του – ήρθε στο νησί από τα μέρη του Άργους. Εγκαταστάθηκε στη μικροπολιτεία που τη λένε Καρλόβασι. Η δουλειά του ήτανε μπαλωματής και καβάφης, έφτιαχνε φτηνογεμένικα και κουντούρια.
Έστησε και μια παραθαλάσσια παράγκα, όπου από προβιές ντόπιων ζώων κατεργαζότανε ο ίδιος τα πετσιά που χρειαζόταν.
Με τον καιρό παράτησε την καβαφική, και περιορίστηκε στην κατεργασία των δερμάτων. Κατάλληλο το μέρος, συφερτικη η δουλειά, πιάστηκε. Τον μιμηθήκαν κι άλλοι.
Χτιστήκαν στο γιαλό τα πρώτα μικρομάγαζα.
Η κατεργασία ήταν εμπειρική και πρωτόγονη – θάλασσα, ασβέστης, πίτυκας, σκυλόσκατα και χέρια. Η παραγωγή περιορισμένη. Καλυφτήκαν ωστόσο οι ανάγκες του νησιού, κι αρχίσανε και κάτι ψιλονιτερέσια με τη Μικρασία.
Το 1877 το πράμα δυνάμωσε. Ξέσπασε ο ρωσοτουρκικός πόλεμος, τα σουλτανικά στρατά είχαν ανάγκη από άρβυλα, πανοδέρματα και σόλες. Ήρθαν οι πρώτες γερές παραγγελίες, βγήκαν τα πρώτα καλά λεφτά. Οι σερμαγιές χοντρήνανε, αρχίσανε να ξεχωρίουν οι δυνατοί. Το 1890 ένας από τους δυνατούς, ρέκτης και φιλοπρόοδος, έκανε το μεγάλο βήμα. Ο Δημήτρης Υψηλάντης, παραγωγός λαδερών βιδέλων. Έχτισε στην παραλία ένα καινούργιο μαγαζί. Το πρώτο σωστό βυρσοδεψείο στο Καρλόβασι. Του έβαλε ατμομηχανή για να κινάει στην αρχή τον κόφτη – το μύλο που άλεθε τον πίτυκα – και το μηχανικό κόπανο για το πιστάρισμα των πετσιών. Μετά από λίγο έβαλε και την πρώτη βααρέλα.
Αυτό ήταν. Η υπόθεση φάνηκε μονομιάς πως είχε πολύ ψωμί. Πέσανε κι άλλα λεφτα – ένας δυνατός Νικολάου, ένας δυνατός Βλιάμος, ένας πολύ δυνατός Ιούλιος Αργυριάδης, άλλοι δυνατοί – και η βυρσοδεψεία θέριεψε. Γέμισε ο γιαλός ταμπάκικα. Το Καρλόβασι έγινε το πρώτο βυρσοδεψικό κέντρο της Ανατολής.
Έτσι, ίσαμε που ενώθηκε το νησί με την Ελλάδα.
Τότε, η καρλοβασίτικη βυρσοδεψία έχασε τον προνομιακό χαρακτήρα της. Το εκ γενετής ηλίθιο ελληνικό κράτος δεν κατάλαβε τι τεράστια περιουσία κληρονομούσε, και δεν πήρε κανένα μέτρο να την προστατέψει και να την ενσωματώσει προοδευτικά στην οικονομία του. Απεναντίας, λες κι είχε κατακτήσει μια ξένη χώρα, έστειλε τους μυωπικούς παλιολλαδίτες υπαλλήλους του να διαγουμίσουν τον ανθηρό τόπο.
Η καρλοβασίτικη βιομηχανία ταρακουνήθηκε. Αλλά τελικά, χάρη στους ταμπάκηδες – τ’ αφεντικά και τους εργάτες – στάθηκε στα πόδια της, και περπάτησε καλά, και πολύ καλά, ίσαμε το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.

Πηγή: Σάμος 8/01/2020 Ε. Γ. Κιλουκιώτης.