Καρναβάλι και καρναβαλιστές - μια πανάρχαια σχέση μεταξύ ζωντανών και νεκρών

Το Καρναβάλι είναι η εορταστική περίοδος με παραδοσιακές εκδηλώσεις όπου κυριαρχούν οι μεταμφιέσεις (μασκαρέματα) πριν από τη Σαρακοστή όπου σύμφωνα με την Ορθόδοξη Πίστη επιβάλλεται νηστεία 40 ημερών, από την Καθαρά Δευτέρα έως το Σάββατο του Λαζάρου (η νηστεία βέβαια συνεχίζεται για άλλες 7 ημέρες έως την Κυριακή του Πάσχα).
Η λέξη όπως δείχνει η πιθανή ετυμολογία της (Ιταλικά carne = κρέας και vale = χαίρε) σημαίνει αποχή από το κρέας. Αυτό φαίνεται και από την Ελληνική μεταγλώττιση της λέξεως σε αποκριά, ενώ η ονομασία καρναβάλι επικράτησε χαρακτηρίζοντας το στοιχείο των χαρούμενων μεταμφιέσεων. Είναι ένα είδος αποχαιρετισμού προς τη διασκέδαση και την καλοφαγία πού για ένα μεγάλο διάστημα θα διακοπεί και καλύπτει τις τρεις εβδομάδες του τριωδίου. 


Η πρώτη εβδομάδα λέγεται Προφωνή γιατί παλαιότερα υπήρχε το έθιμο να προφωνάζουν δηλαδή να διαλαλούν τον ερχομό της αποκριάς. 
Η δεύτερη εβδομάδα λέγεται Κρεατινή γιατί τρώνε κρέας ακόμα και την Τετάρτη και Παρασκευή. 
Η τρίτη και τελευταία εβδομάδα λέγεται Τυρινή γιατί επικρατεί η τυροφαγία.
Το έθιμο των μεταμφιέσεων πρέπει να είναι πολύ πολύ παλιό και η σύνδεση του με το Χριστιανικό εορτολόγιο μεταγενέστερη. 
Υποστηρίζεται πως προέρχεται από τις εορτές για το Διόνυσο στην Αρχαία Ελλάδα (Διονύσια, Ανθεστήρια) αλλά αυτό δεν εξηγεί το καρναβάλι της Βενετίας, της Κολωνίας, του Ρίο...


Το έθιμο των μεταμφιέσεων είναι ακόμη πιο παλιό. 
Κατά την γνώμη των Εθνολόγων πρόκειται για μια τελετουργία των ψυχών που πρέπει να αποδοθεί σε πανάρχαιες δοξασίες. Ο μασκοφορεμένος γίνεται ότι παριστάνει η μάσκα και συχνά οι προσωπίδες παριστάνουν τους πεθαμένους προγόνους. Το μασκάρεμα λοιπόν είχε τη σημασία της ανακλήσεως των νεκρών. Η πρωτόγονη πίστη στη δυνατότητα να επισκέπτονται οι νεκροί τους ζωντανούς στον απάνω κόσμο επαληθεύεται από το γεγονός ότι στη Δύση σε πολλές επαρχίες πίστευαν ως τον προηγούμενο αιώνα πως οι ψυχές των πεθαμένων ανακατεύονταν με τις ομάδες των νεαρών μεταμφιεσμένων, μερικοί από τους οποίους κινδύνευαν εξαιτίας αυτού του συγχρωτισμού να απαχθούν στον κάτω κόσμο. 
Κάθε καρποφορία όπως και κάθε γονιμοποιός δύναμη αποδιδόταν στις μετενσαρκώσεις (μετεμψυχώσεις) των νεκρών. Συνεπώς η ύπαρξη και η ευτυχία μιας κοινωνικής ομάδας π.χ. ενός χωριού, δεν μπορούσε να εξασφαλιστεί παρά μονάχα στην περίπτωση όπου τα πνεύματα των νεκρών θα αποφάσιζαν να εξουσιάσουν τον κόσμο των ζωντανών για να μεταδώσουν σε αυτούς τη γονιμοποιό τους ζωτικότητα. 
Για αυτόν τον λόγο οι νέοι μεταμφιέζονταν, βάζοντας μάλιστα συχνά τα ρούχα τους ανάποδα γιατί πίστευαν πως στον άλλο κόσμο όλα είναι ανάποδα από τον εδώ. Προσκαλούσαν τότε τα πνεύματα να έρθουν να επισκεφτούν το χωριό (αυτό γινόταν στις ημέρες της κρεατοφαγίας). Από τότε κατά τις πρωτόγονες δοξασίες τα πνεύματα αναλάμβαναν την υποχρέωση να ανταποδώσουν με το παραπάνω την άνοιξη τον μήνα Μάιο τα αγαθά της φιλοξενίας που τους προσφέρθηκε. 


Έτσι οι μέρες του καρναβαλιού και οι γιορτές του Μαΐου αποτελούν δύο αλληλοσυμπληρούμενους ευεργετικούς κύκλους ανάμεσα στους ζωντανούς και τους νεκρούς και με τον τρόπο αυτό εξασφαλιζόταν η επιβίωση της ομάδας. Τέτοιες δοξασίες ήταν διαδεδομένες σε όλο τον κόσμο όπου ο θάνατος νομίζονταν ότι είναι η δεξαμενή και ο συντηρητής κάθε ζωής και πλούτου. 
Αλλά και στην Ελλάδα η πρώτη εβδομάδα του τριωδίου λέγεται και αμολυτή ή απολυτή γιατί σύμφωνα με τις αντιλήψεις του ελληνικού λαού «τότε απολύονται οι ψυχές των πεθαμένων και βγαίνουν στον απάνω κόσμο».  
Τα Διονύσια  είναι κάτι ανάλογο. Γιορτή συνδεδεμένη με τον Θεό της βλαστήσεως και της γονιμότητας Διόνυσο, όπου επίσης οι νεκροί επισκέπτονταν τους ζωντανούς. Κατά τους εορτασμούς αυτούς, στην αρχαία Αθήνα, γινόταν παρέλαση αρμάτων που ξεκινούσε από τη θάλασσα (συμβόλιζε τον ερχομό της Άνοιξης ). Οι επιβαίνοντες στο άρμα - άμαξα, περιφερόμενοι τους δρόμους χυδαιολογούσαν κατά του παρευρισκομένου πλήθους (εξ'ού και η έκφραση "άκουσε τα εξ’ αμάξης"). Το άρμα ακολουθούσαν χορευτές και τραγουδιστές μεταμφιεσμένοι με προσωπίδες που τραγουδούσαν σατυρικά τραγούδια. 


Τα έθιμα αυτά ο χριστιανισμός τα ανέχθηκε, αλλά με τον καιρό διαφοροποιήθηκαν, γιατί συνδέθηκαν με τις χειρωνακτικές εργασίες ώσπου η εισαγωγή της μηχανής στο ύπαιθρο τα εξαφάνισε και οι σχετικές εκδηλώσεις έχασαν πια το μαγικό τελετουργικό χαρακτήρα τους και έγιναν καθαρά ψυχαγωγικές τόσο στο ύπαιθρο όσο και στα διάφορα αστικά κέντρα (Βασιλεία Νίκαια Βενετία Κολωνία Rio de Janeiro).
Το καρναβάλι του Ρίο ντε Τζανέιρο όπου ένας φτωχός και εγκαταλελειμμένος πληθυσμός έμεινε στενά προσκολλημένος σε τέτοιες παραδοσιακές διασκεδάσεις κράτησε ένα ξέφρενο ενθουσιασμό ο οποίος τα τελευταία χρόνια έγινε αφορμή να αναβιώσουν οι να δημιουργηθούν για πρώτη φορά ανάλογες εκδηλώσεις και σε άλλα μεγάλα αστικά κέντρα. 


Η Ελλάδα έχει διαφυλάξει διάφορες μορφές του αποκριάτικου καρναβαλιού. Στις παραδοσιακές μεταμφιέσεις οι ομάδες παίρνουν συνήθως τη μορφή γαμήλιας πομπής όπου εκτός από το γαμπρό και τη νύφη υπάρχουν ακόμα η γριά προξενήτρα ο γέρο νονός και ο σταχτιάρης φουστανελάς με πολλά κουδούνια κρεμασμένα στη ζώνη του και με ένα σακούλι γεμάτο στάχτη για να υπερασπίζεται με αυτήν τον γαμπρό και τη νύφη. Η πομπή καταλήγει στην πλατεία του χωριού όπου γίνεται μία παρωδία γάμου.
Η φαντασία των Ελλήνων δημιούργησε και άλλα δραματικά θέματα που αξίζει να παρακολουθήσει κανείς, έστω και μια φορά στη ζωή του.