Στη νοτιοανατολική Αττική, πλησίον του ακρωτηρίου Σουνίου και σε μικρή απόσταση από τον αρχαιολογικό χώρο του ναού του Ποσειδώνα, εντοπίζεται ένας εγκαταλελειμμένος οικισμός αγνώστου επίσημης ταυτότητας και λειτουργίας. Ο οικισμός αποτελείται από ένα κεντρικό κτίριο μεγαλύτερων διαστάσεων, πέντε μικρότερα κτίσματα κατανεμημένα στην ευρύτερη περιοχή και ένα εκκλησάκι αφιερωμένο στον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο. Η ύπαρξη επιγραφής με την ένδειξη «1919» στο εκκλησάκι του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, υποδεικνύει ότι ο οικισμός πιθανόν ανεγέρθηκε στο πρώτο τέταρτο του 20ού αιώνα. Η επιγραφή αναφέρει ως κτήτορα την «Καλούλα Ι. Βατίστα», χωρίς περαιτέρω γνωστά βιογραφικά στοιχεία. Η αρχιτεκτονική του συνόλου, σε συνδυασμό με την ύπαρξη μικρών κατοικιών με διακριτούς θαλάμους, παραπέμπει ενδεχομένως σε συγκρότημα εργατικών κατοικιών ή αγροτικής εγκατάστασης.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η χρήση αρχαίου δομικού υλικού (spolia) που προέρχονται από τον γειτονικό αρχαιολογικό χώρο της Αθηνάς Σουνιάδος, ο οποίος είχε καταστραφεί κατά την ύστερη αρχαιότητα και τα υλικά του πιθανώς επαναχρησιμοποιήθηκαν κατά την περίοδο ανέγερσης του οικισμού.
Η χρήση των spolia καταγράφεται συχνά στις αρχές του 20ού αιώνα, ιδίως σε αγροτικού τύπου οικισμούς που ανεγείρονταν πλησίον αρχαίων χώρων, σε εποχές όπου η προστασία της αρχαιολογικής κληρονομιάς δεν είχε ακόμα θεσμικά οριοθετηθεί. Η σημερινή Αρχαιολογική Υπηρεσία έχει χαρακτηρίσει την εν λόγω πρακτική ως αυθαίρετη και έχει απαγορεύσει τη χρήση των κτισμάτων, συμπεριλαμβανομένης της τέλεσης λειτουργιών στο εκκλησάκι
Η κατάσταση των κτισμάτων είναι ερειπιώδης. Σημαντικό μέρος των στεγών έχει καταρρεύσει, ενώ εμφανή είναι τα ίχνη αποσάθρωσης και φυσικής φθοράς. Η είσοδος στα περισσότερα από τα κτίσματα είναι δυνατή, χωρίς ωστόσο να υπάρχουν ενδείξεις πρόσφατης χρήσης ή συντήρησης, παρά μόνο σκαλωσιές στήριξης των στεγών σε όσα οικήματα υπάρχουν ακόμα στέγες.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η χρήση αρχαίου δομικού υλικού (spolia) που προέρχονται από τον γειτονικό αρχαιολογικό χώρο της Αθηνάς Σουνιάδος, ο οποίος είχε καταστραφεί κατά την ύστερη αρχαιότητα και τα υλικά του πιθανώς επαναχρησιμοποιήθηκαν κατά την περίοδο ανέγερσης του οικισμού.
Η χρήση των spolia καταγράφεται συχνά στις αρχές του 20ού αιώνα, ιδίως σε αγροτικού τύπου οικισμούς που ανεγείρονταν πλησίον αρχαίων χώρων, σε εποχές όπου η προστασία της αρχαιολογικής κληρονομιάς δεν είχε ακόμα θεσμικά οριοθετηθεί. Η σημερινή Αρχαιολογική Υπηρεσία έχει χαρακτηρίσει την εν λόγω πρακτική ως αυθαίρετη και έχει απαγορεύσει τη χρήση των κτισμάτων, συμπεριλαμβανομένης της τέλεσης λειτουργιών στο εκκλησάκι
Η κατάσταση των κτισμάτων είναι ερειπιώδης. Σημαντικό μέρος των στεγών έχει καταρρεύσει, ενώ εμφανή είναι τα ίχνη αποσάθρωσης και φυσικής φθοράς. Η είσοδος στα περισσότερα από τα κτίσματα είναι δυνατή, χωρίς ωστόσο να υπάρχουν ενδείξεις πρόσφατης χρήσης ή συντήρησης, παρά μόνο σκαλωσιές στήριξης των στεγών σε όσα οικήματα υπάρχουν ακόμα στέγες.
Στην τοποθεσία υπάρχουν εγκατεστημένες πινακίδες προειδοποίησης για τον κίνδυνο πτώσης σε ανοιχτά φρεάτια, τα οποία βρίσκονται διασκορπισμένα στο έδαφος μεταξύ των κτισμάτων και είναι κατά τόπους καλυμμένα πρόχειρα ή καθόλου. Η ύπαρξη των προειδοποιητικών ενδείξεων υποδηλώνει είτε παλαιότερες εργασίες τεχνικού χαρακτήρα είτε γεωλογικές ιδιαιτερότητες της περιοχής, χωρίς να υπάρχουν δημόσια διαθέσιμα τεχνικά ή τοπογραφικά σχέδια. Δεν αποκλείεται να είναι στοές από τα μεταλλεία της Λαυρεωτικής.
Παράλληλα, στον χώρο αποδίδονται ανεπίσημα προφορικές αφηγήσεις μεταφυσικού ή ανεξήγητου χαρακτήρα. Επισκέπτες και ερασιτέχνες ερευνητές έχουν κατά καιρούς αναφέρει φαινόμενα όπως μεταβαλλόμενες θερμοκρασίες, αισθήματα αποπροσανατολισμού, ήχους άγνωστης προέλευσης κατά τις νυχτερινές ώρες, καθώς και αίσθηση παρουσίας εντός των κτισμάτων. Οι αναφορές αυτές εντάσσονται στο πεδίο της λαογραφίας και της παραφυσικής έρευνας, χωρίς να υπάρχουν τεκμηριωμένες καταγραφές ή επιστημονικά δεδομένα που να επιβεβαιώνουν την ύπαρξη μη εξηγούμενων φαινομένων.
Δεν έχουν εντοπιστεί επίσημα έγγραφα ή ιστορικές πηγές που να προσδιορίζουν με ακρίβεια τη χρήση του οικισμού, τον πληθυσμό του ή την αιτία εγκατάλειψής του. Δεν έχει επίσης τεκμηριωθεί η σύνδεση του οικισμού με κάποια συγκεκριμένη μεταλλευτική, αγροτική ή στρατιωτική δραστηριότητα, παρά την εγγύτητα με παλαιότερα λατομεία και μεταλλευτικά ίχνη της Λαυρεωτικής.
Το χτισμένο το 1919 εκκλησάκι προφανώς εξυπηρετούσε τις ανάγκες του οικισμού.
Παράλληλα, στον χώρο αποδίδονται ανεπίσημα προφορικές αφηγήσεις μεταφυσικού ή ανεξήγητου χαρακτήρα. Επισκέπτες και ερασιτέχνες ερευνητές έχουν κατά καιρούς αναφέρει φαινόμενα όπως μεταβαλλόμενες θερμοκρασίες, αισθήματα αποπροσανατολισμού, ήχους άγνωστης προέλευσης κατά τις νυχτερινές ώρες, καθώς και αίσθηση παρουσίας εντός των κτισμάτων. Οι αναφορές αυτές εντάσσονται στο πεδίο της λαογραφίας και της παραφυσικής έρευνας, χωρίς να υπάρχουν τεκμηριωμένες καταγραφές ή επιστημονικά δεδομένα που να επιβεβαιώνουν την ύπαρξη μη εξηγούμενων φαινομένων.
Δεν έχουν εντοπιστεί επίσημα έγγραφα ή ιστορικές πηγές που να προσδιορίζουν με ακρίβεια τη χρήση του οικισμού, τον πληθυσμό του ή την αιτία εγκατάλειψής του. Δεν έχει επίσης τεκμηριωθεί η σύνδεση του οικισμού με κάποια συγκεκριμένη μεταλλευτική, αγροτική ή στρατιωτική δραστηριότητα, παρά την εγγύτητα με παλαιότερα λατομεία και μεταλλευτικά ίχνη της Λαυρεωτικής.
Το χτισμένο το 1919 εκκλησάκι προφανώς εξυπηρετούσε τις ανάγκες του οικισμού.
Χαρακτηριστικό το μπλε χρώμα εξωτερικά του τρούλου, στοιχείο Αιγαιοπελαγίτικης προέλευσης, το οποίο έχει ξεφτίσει με την πάροδο του χρόνου εντείνοντας την όψη της εγκατάλειψης.